- σπόριος
- -ον, Αβλ. σπούριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σπόριος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπορίου — Σπόριος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπορίους — Σπόριος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπορίῳ — Σπόριος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπόριον — Σπόριος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπούριος — και σπόριος, ον, ΜΑ 1. νόθος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σπούρια τα νόθα παιδιά, τα μπάσταρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. spurius «νόθος»] … Dictionary of Greek
Ικίλιος — (Icilius). Επώνυμο οικογένειας Ρωμαίων πληβείων. 1. Σπόριος Ιούλιος (5ος αι. π.Χ.). Ήταν επικεφαλής των απεσταλμένων των πληβείων στη Σύγκλητο το 494 π.Χ. Χρημάτισε πρώτος δήμαρχος της Ρώμης. 2. Λεύκιος (5ος αι. π.Χ.). Γιος του προηγούμενου.… … Dictionary of Greek
Κάσσιος — Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας, που αρχικά ανήκε στους πατρικίους και, αργότερα, στην τάξη των πληβείων. 1. Σπόριος Βικελίνος (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Διετέλεσε τρεις φορές ύπατος και ήταν συντάκτης του πρώτου αγροτικού νόμου. Στην πρώτη… … Dictionary of Greek
Μόμμιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λεύκιος Αχαϊκός (2ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός και ύπατος, που άφησε όνομα βάναυσου κατακτητή. Το 146 π.Χ., αφού νίκησε τους Έλληνες στη Λευκόπετρα, κατέλαβε την Κόρινθο, λεηλάτησε τους θησαυρούς της και… … Dictionary of Greek